Πατάτες
από την Αίγυπτο. Όσπρια από τη Βόρεια Αµερική και την Άπω Ανατολή. Στα
ράφια των ελληνικών µανάβικων υπάρχουν προϊόντα από κάθε άκρη της γης,
τα οποία καλύπτουν την ελλειµµατική µας παραγωγή
Σε υψόµετρο 750, σε µια σκληρή γη στο δυτικό άκρο της Κοζάνης,
την οποία για χρόνια έθρεφαν οι κοινοτικές επιδοτήσεις, ο αγρότης
Γιάννης Ζιµπιλίδης καλλιεργεί στα στρέµµατά του έναν ξεχασµένο από
την ελληνική γεωργία σπόρο: τη φακή. Μετέχει σε έναν συνεταιρισµό µε 55
παραγωγούς, οι οποίοι από το 2009 καλλιεργούν, τυποποιούν και
εµπορεύονται το προϊόν τους στην Ελλάδα. Ένα προϊόν που φύτρωνε για
γενιές µόνο στα µποστάνια τους για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες
των οικογενειών τους, ενώ στα χωράφια τους ευδοκιµούσαν τα καπνά. Με τις
επιδοτήσεις να στραγγίζουν και να λήγουν τα επόµενα χρόνια, στράφηκαν
στη φακή. Αποτέλεσαν όµως την εξαίρεση. Το 90% της εγχώριας ζήτησης σε
φακή καλύπτεται σήµερα από εισαγωγές. ∆εν είναι όµως το µόνο προϊόν στο
οποίο δεν είµαστε αυτάρκεις.
Σύµφωνα µε στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, η ελληνική παραγωγή σε ξηρά όσπρια µπορεί να καλύψει µόνοτο 44% της εγχώριας ζήτησης. Τα ποσοστά µειώνονται ακόµη περισσότερο όσον αφορά το κρέας. Οι έλληνες κτηνοτρόφοι ικανοποιούν το 34% των αναγκών της ελληνικής αγοράς σεµοσχαρίσιοκρέας και το 40% σε χοιρινό. Ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το ελλειµµατικό εµπορικό ισοζύγιο στις εισαγωγές και εξαγωγές τροφίµων. Το 2010 εισαγάγαµε 10,8 εκατ. κιλά φακές, κυρίως από τον Καναδά και τις ΗΠΑ, ενώ εξαγάγαµε 294.088 κιλά. Την ίδια περίοδο φέραµε από την Αίγυπτο, τη Βουλγαρία και άλλες χώρες 132 εκατ. κιλά πατάτες και στείλαµε στην Τσεχία, την Πολωνία και αλλού 24 εκατ. κιλά. Κι αν η φασολάδα θεωρείται ένα από τα εθνικά µας πιάτα, τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι η µεγαλύτερη ποσότητα φασολιών που καταναλώνουµε στην Ελλάδα φτάνουν από την Ιταλία, την Ιορδανία και τη Βουλγαρία.
Η κουλτούρα των επιδοτήσεων είχε ριζώσει βαθιά στη νοοτροπία αρκετών παραγωγών. Πρόσφατα, ο Γιάννης Βογιατζής, καλλιεργητής κηπευτικών στη Θεσσαλονίκη, παρακολούθησε µια συνάντηση νέων αγροτών στην περιοχή του. «Πρότειναν να σταµατήσουν, καιτώρα αν γίνεται, όλες οι επιδοτήσεις. Να δοκιµάσει καθένας µόνος του. Αντέδρασα µόλις το άκουσα», λέει. «Ανήκα και εγώ σε µια γενιά που είχε µάθει να δουλεύει έτσι. Ίσως τελικά αυτή να είναι η λύση».
Για τους περισσότερους παραγωγούς η έλλειψη αυτάρκειας της Ελλάδας σε ορισµένα τρόφιµα οφείλεται στηµειωµένη ανταγωνιστικότητα σε σχέση µε προϊόντα από τη Χιλή ή την Αργεντινή. «Βρίσκεις το ίδιο ζιζανιοκτόνο στην Ελλάδα σε διπλάσια τιµή απ’ ό,τι πωλείται στην Τουρκία. Εξω έχουν πιο φθηνά µεροκάµατα και µεγαλύτερες εκτάσεις. Έτσι ρίχνουν και τις τιµές τους στα προϊόντα», λέει ο Ζαφείρης Καζάκης, καλλιεργητής ντοµάτας και καρπουζιών στη Χαλκιδική.
Ωστόσο αυτό δεν δικαιολογεί, σύµφωνα µε τον κ. Ηλιόπουλο, νωρίς το πρωί στα ράφια της λαχαναγοράς να βρίσκονται κυρίως εισαγόµενα προϊόντα όχι από τρίτες χώρες, αλλά από κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που µπορεί να έχουν αντίστοιχα ή µεγαλύτερα κόστη παραγωγής. «Είναι ζήτηµα οργάνωσης και συνεργασίας. ∆εν µπορεί σε µεγάλη αλυσίδα σούπερ µάρκετ να φτάνει το πρωί έτοιµο, συσκευασµένο το µαρούλι από το εξωτερικό και να µην έχει έρθει ακόµα λόγω καθυστέρησης το µαρούλι από κάποιον παραγωγό που βρίσκεται στη διπλανή πόλη. Λόγω καθυστέρησης, αναγκαστικά θα µπει στο ψυγείο και αυτό αυξάνει το κόστος συντήρησης», λέει ο ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ.
∆εν είναι όµως µόνο θέµα διαπραγµατευτικής δύναµης. Είναι και ζήτηµα συνήθειας. «Εδώ και 30 χρόνια αρκετοί αγρότες έχασαν την επαφή µε την αγορά. Γιατί λόγω επιδοτήσεων δεν ασχολούνταν. Ενώ από τη δεκαετία του ‘90 τα ξένα φθηνά εργατικά χέρια τούς επέτρεψαν να δουλεύουν λιγότερο. Είναι δύσκολο να ανατραπούν αυτά τα βιώµατα», παρατηρεί ο κ. Ηλιόπουλος. Παράλληλα η συνεργασία των αγροτών συναντούσε κατά καιρούς και θεσµικά εµπόδια. Όπως τονίζει ο ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ, ο νόµος για τους συνεταιρισµούς από το 1914 που ψηφίστηκε µέχρι το 1970 άλλαζε κατά µέσον όρο δυόµισι φορές τον µήνα. Ενώ και σήµερα, πολλές ενώσεις δεν εκµεταλλεύονται την ευελιξία που τους δίνει η νοµοθεσία για ναδιαµορφώσουν το δικό τους καταστατικό και απλώς αντιγράφουν αυτό που τους έχει στείλει η ΠΑΣΕΓΕΣ.
Υπάρχουν όµως και οι εξαιρέσεις. Στην Κοζάνη οι 55 παραγωγοί φακής υπογράφουν µεταξύ τους συµβόλαιο που προβλέπει τις ποσότητες που θα παραχθούν στα χωράφια τους.
Και στο Κάτω Νευροκόπι ∆ράµας οι τοπικές πατάτες διανέµονται από τον συνεταιρισµό σε όλη την Ελλάδα. «Θα µπορούσε η Ελλάδα να παράγει µόνη της όση πατάτα χρειάζεται και να µην εξαρτάται από εισαγωγές. Στην ελεύθερη αγορά όµως όταν η τιµή της πατάτας Αιγύπτου είναι µικρότερη, ο έµπορος θα προτιµήσει αυτή», λέει ο Χαράλαµπος Γεωργιάδης, υπεύθυνος συσκευαστηρίου πατάτας στο Κάτω Νευροκόπι.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αγρότες που ψάχνουν νέες διεξόδους και τροφοδοτούν την αγορά κυρίως µε προϊόντα που εισάγουµε. Εκτός από τον κ. Ζιµπιλίδη που στράφηκε στις φακές, ο κ. Βογιατζής στη Θεσσαλονίκη καλλιεργεί ρεβίθια. «Γλιτώνω έτσι το κόστος των λιπασµάτων και εξοικονοµώ χρήµατα», λέει. Τα µέχρι τώρα στοιχεία δεν δείχνουν ότι η Ελλάδα µπορεί να εξασφαλίσει αυτάρκεια σε τρόφιµα όπως το κρέας, τα όσπρια ή κάποιες κατηγορίες φρούτων. Και η ιστορία που θυµάται ο κ. Ηλιόπουλος µε καµπάνιες που διαφήµιζαν στην Αυστρία τα ελληνικά φρούτα τη στιγµή που οι τουρίστες κατανάλωναν στη Ρόδο φρούτα από τη Γαλλία, δεν αποκλείεται να επαναληφθεί.
Σύµφωνα µε στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, η ελληνική παραγωγή σε ξηρά όσπρια µπορεί να καλύψει µόνοτο 44% της εγχώριας ζήτησης. Τα ποσοστά µειώνονται ακόµη περισσότερο όσον αφορά το κρέας. Οι έλληνες κτηνοτρόφοι ικανοποιούν το 34% των αναγκών της ελληνικής αγοράς σεµοσχαρίσιοκρέας και το 40% σε χοιρινό. Ενδεικτικά είναι και τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το ελλειµµατικό εµπορικό ισοζύγιο στις εισαγωγές και εξαγωγές τροφίµων. Το 2010 εισαγάγαµε 10,8 εκατ. κιλά φακές, κυρίως από τον Καναδά και τις ΗΠΑ, ενώ εξαγάγαµε 294.088 κιλά. Την ίδια περίοδο φέραµε από την Αίγυπτο, τη Βουλγαρία και άλλες χώρες 132 εκατ. κιλά πατάτες και στείλαµε στην Τσεχία, την Πολωνία και αλλού 24 εκατ. κιλά. Κι αν η φασολάδα θεωρείται ένα από τα εθνικά µας πιάτα, τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι η µεγαλύτερη ποσότητα φασολιών που καταναλώνουµε στην Ελλάδα φτάνουν από την Ιταλία, την Ιορδανία και τη Βουλγαρία.
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Κι όµως, πριν από τρεις δεκαετίες η Ελλάδα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις διατροφικές απαιτήσεις του πληθυσµού της µε δικά της προϊόντα. Τι συνέβη και εισάγουµε αντί να παράγουµε; «Μετά την είσοδό µας στην ΕΟΚ καθορίστηκε σε συµφωνίεςτι και πόσο θα παράγει κάθε χώρα. Μπήκαν ποσοστώσεις στην παραγωγή και όρια που δεν έπρεπε να ξεπεράσουµε. Στόχος ήταν η δηµιουργία µιας εσωτερικής αγοράς στην Ευρώπη, στην οποία κάθε χώρα θα έχει τα εθνικά της προϊόντα», λέει ο Κώστας Ηλιόπουλος, ερευνητής στο ΕΘΙΑΓΕ. Αυτοί οι περιορισµοί, όπως θυµάται, απέτρεψαν τη δεκαετία του ‘90 έναν παραγωγό να δηµιουργήσειµια πρότυπη γαλακτοκοµική µονάδα που θα κάλυπτε τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς. Πέρα από τις ποσοστώσεις όµως, αρκετοί έλληνες αγρότες εγκλωβίστηκαν από µόνοι τους σε µη ανταγωνιστικές, αλλά επιδοτούµενες µονοκαλλιέργειες, όπως το βαµβάκι, το καλαµπόκι, τα σιτηρά και τα καπνά. Αδιαφορώντας αν το κόστος παραγωγής ήτανµεγαλύτερο από την τιµή αγοράς. «Υπήρχαν ποικιλίες καπνού που η εµπορική τους τιµή δεν κάλυπτε ούτε το 10% του κόστους παραγωγής. Και ο παραγωγός καλλιεργούσε µόνο και µόνο για την επιδότηση», λέει ο πρόεδρος του ΕΘΙΑΓΕ Κωνσταντίνος Τσιµπούκας.Η κουλτούρα των επιδοτήσεων είχε ριζώσει βαθιά στη νοοτροπία αρκετών παραγωγών. Πρόσφατα, ο Γιάννης Βογιατζής, καλλιεργητής κηπευτικών στη Θεσσαλονίκη, παρακολούθησε µια συνάντηση νέων αγροτών στην περιοχή του. «Πρότειναν να σταµατήσουν, καιτώρα αν γίνεται, όλες οι επιδοτήσεις. Να δοκιµάσει καθένας µόνος του. Αντέδρασα µόλις το άκουσα», λέει. «Ανήκα και εγώ σε µια γενιά που είχε µάθει να δουλεύει έτσι. Ίσως τελικά αυτή να είναι η λύση».
Για τους περισσότερους παραγωγούς η έλλειψη αυτάρκειας της Ελλάδας σε ορισµένα τρόφιµα οφείλεται στηµειωµένη ανταγωνιστικότητα σε σχέση µε προϊόντα από τη Χιλή ή την Αργεντινή. «Βρίσκεις το ίδιο ζιζανιοκτόνο στην Ελλάδα σε διπλάσια τιµή απ’ ό,τι πωλείται στην Τουρκία. Εξω έχουν πιο φθηνά µεροκάµατα και µεγαλύτερες εκτάσεις. Έτσι ρίχνουν και τις τιµές τους στα προϊόντα», λέει ο Ζαφείρης Καζάκης, καλλιεργητής ντοµάτας και καρπουζιών στη Χαλκιδική.
Ωστόσο αυτό δεν δικαιολογεί, σύµφωνα µε τον κ. Ηλιόπουλο, νωρίς το πρωί στα ράφια της λαχαναγοράς να βρίσκονται κυρίως εισαγόµενα προϊόντα όχι από τρίτες χώρες, αλλά από κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που µπορεί να έχουν αντίστοιχα ή µεγαλύτερα κόστη παραγωγής. «Είναι ζήτηµα οργάνωσης και συνεργασίας. ∆εν µπορεί σε µεγάλη αλυσίδα σούπερ µάρκετ να φτάνει το πρωί έτοιµο, συσκευασµένο το µαρούλι από το εξωτερικό και να µην έχει έρθει ακόµα λόγω καθυστέρησης το µαρούλι από κάποιον παραγωγό που βρίσκεται στη διπλανή πόλη. Λόγω καθυστέρησης, αναγκαστικά θα µπει στο ψυγείο και αυτό αυξάνει το κόστος συντήρησης», λέει ο ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Όπου κι αν ταξιδέψεις στην Ελλάδα ένα από τα µόνιµα παράπονα των αγροτών είναι ότι τους εκµεταλλεύονται οι έµποροι. Αλλά συχνά συναντάς περιοχές στις οποίεςοι παραγωγοί δεν συνεταιρίζονται για να εξασφαλίσουν καλύτερες εµπορικές τιµές ή να διαθέσουν πιο εύκολα τη σοδειά τους. «∆εν έχουµε πνεύµα συνεργασίας», λέει ο 50χρονος κτηνοτρόφος Τάσος Ψωµάς από τον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας. «Κάθε παραγωγός κάνει τις διαπραγµατεύσεις µόνος του. Η Ένωση που έχουµε περιορίζεται στο να πουλάει λιπάσµατα και φυτοφάρµακα. ∆εν δίνει κίνητρα ή συµβουλές για νέες καλλιέργειες. ∆εν προσεγγίζει τους εµπόρους για να κλείσει καλύτερες συµφωνίες».∆εν είναι όµως µόνο θέµα διαπραγµατευτικής δύναµης. Είναι και ζήτηµα συνήθειας. «Εδώ και 30 χρόνια αρκετοί αγρότες έχασαν την επαφή µε την αγορά. Γιατί λόγω επιδοτήσεων δεν ασχολούνταν. Ενώ από τη δεκαετία του ‘90 τα ξένα φθηνά εργατικά χέρια τούς επέτρεψαν να δουλεύουν λιγότερο. Είναι δύσκολο να ανατραπούν αυτά τα βιώµατα», παρατηρεί ο κ. Ηλιόπουλος. Παράλληλα η συνεργασία των αγροτών συναντούσε κατά καιρούς και θεσµικά εµπόδια. Όπως τονίζει ο ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ, ο νόµος για τους συνεταιρισµούς από το 1914 που ψηφίστηκε µέχρι το 1970 άλλαζε κατά µέσον όρο δυόµισι φορές τον µήνα. Ενώ και σήµερα, πολλές ενώσεις δεν εκµεταλλεύονται την ευελιξία που τους δίνει η νοµοθεσία για ναδιαµορφώσουν το δικό τους καταστατικό και απλώς αντιγράφουν αυτό που τους έχει στείλει η ΠΑΣΕΓΕΣ.
Υπάρχουν όµως και οι εξαιρέσεις. Στην Κοζάνη οι 55 παραγωγοί φακής υπογράφουν µεταξύ τους συµβόλαιο που προβλέπει τις ποσότητες που θα παραχθούν στα χωράφια τους.
Και στο Κάτω Νευροκόπι ∆ράµας οι τοπικές πατάτες διανέµονται από τον συνεταιρισµό σε όλη την Ελλάδα. «Θα µπορούσε η Ελλάδα να παράγει µόνη της όση πατάτα χρειάζεται και να µην εξαρτάται από εισαγωγές. Στην ελεύθερη αγορά όµως όταν η τιµή της πατάτας Αιγύπτου είναι µικρότερη, ο έµπορος θα προτιµήσει αυτή», λέει ο Χαράλαµπος Γεωργιάδης, υπεύθυνος συσκευαστηρίου πατάτας στο Κάτω Νευροκόπι.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν αγρότες που ψάχνουν νέες διεξόδους και τροφοδοτούν την αγορά κυρίως µε προϊόντα που εισάγουµε. Εκτός από τον κ. Ζιµπιλίδη που στράφηκε στις φακές, ο κ. Βογιατζής στη Θεσσαλονίκη καλλιεργεί ρεβίθια. «Γλιτώνω έτσι το κόστος των λιπασµάτων και εξοικονοµώ χρήµατα», λέει. Τα µέχρι τώρα στοιχεία δεν δείχνουν ότι η Ελλάδα µπορεί να εξασφαλίσει αυτάρκεια σε τρόφιµα όπως το κρέας, τα όσπρια ή κάποιες κατηγορίες φρούτων. Και η ιστορία που θυµάται ο κ. Ηλιόπουλος µε καµπάνιες που διαφήµιζαν στην Αυστρία τα ελληνικά φρούτα τη στιγµή που οι τουρίστες κατανάλωναν στη Ρόδο φρούτα από τη Γαλλία, δεν αποκλείεται να επαναληφθεί.
Σχόλια