Τα μεγάλα αδιέξοδα της δημόσιας εκπαίδευσης


Η ρητορική υπέρ της παιδείας τις τελευταίες δεκαετίες εντάχθηκε κεντρικά στο πολιτικό οπλοστάσιο των κομμάτων, τα οποία εναλλάχθηκαν στη διακυβέρνηση του τόπου.
Παρ' όλα αυτά για μια φορά ακόμα διαψεύστηκαν οι προσδοκίες μιας ουσιώδους εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης η οποία θα μπορούσε να καταστήσει το δημόσιο σχολείο ελκυστικό, να αναδείξει τα πανεπιστήμια στην πρωτοπορία της έρευνας και της παραγωγής γνώσης, να οργανώσει και να προωθήσει την επαγγελματική εκπαίδευση της χώρας, να αντιμετωπίσει με ρεαλισμό τις εκπαιδευτικές ανισότητες.
Οι ιστορικοί της εκπαίδευσης στο μέλλον θα έχουν σίγουρα να γράψουν φαιές σελίδες για τα έργα και τις ημέρες αυτών των κυβερνήσεων, αφού μετά και τη βύθιση της χώρας στο έρεβος του μνημονίου οι υποσχέσεις όχι μόνο δεν υλοποιήθηκαν αλλά μετατράπηκαν σε κυκλώνα που σάρωσε κάθε ίχνος αισιοδοξίας για το μέλλον της δημόσιας εκπαίδευσης.
Και αν στις μέρες μας για το υπουργείο Παιδείας η οικονομική κρίση και το δημοσιονομικό αδιέξοδο της χώρας αποτελούν το τυπικό πρόσχημα της χρηματοδότησης, των συγχωνεύσεων και της υποβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης, ο νεο-συντηρητισμός των επιχειρούμενων μεταρρυθμίσεων περισσεύει.

Ο τρόπος με τον οποίο η εκπαιδευτική πολιτική ασκείται εδώ και δύο χρόνια βύθισε την εκπαιδευτική κοινότητα στον στρόβιλο μιας δίνης από την οποία θα περάσουν χρόνια για να ανακάμψει: η μισθολογική καθίζηση των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, η υποτίμηση του επιστημονικού και παιδαγωγικού τους έργου, η συστηματική και επικοινωνιακά μεθοδευμένη συκοφάντηση των μελών ΔΕΠ και του δημόσιου πανεπιστημίου, οι τραγικές ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό και υλικοτεχνική υποστήριξη αποτελούν μερικά μόνο από τα πλήγματα που δέχτηκε η εκπαιδευτική κοινότητα όλο αυτό το διάστημα.
Αυτό όμως δεν συνέβη τυχαία. Εντάχθηκε στη γενικευμένη επιχείρηση απαξίωσης του εργατικού δυναμικού της χώρας και την κατασκευή μιας ιδιαίτερα επικίνδυνης μυθολογίας σύμφωνα με την οποία οι έλληνες εκπαιδευτικοί είναι αδιάφοροι, οι αμοιβές τους είναι υπερβολικές, τα μέλη ΔΕΠ είναι διεφθαρμένα, στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν παράγεται επιστημονικό και ερευνητικό έργο και άλλα πολλά αρνητικά γενικευτικά σχήματα, τα οποία λειτούργησαν ως καταλύτης για την επιτάχυνση των νομοθετικών διεργασιών.
Σύμφωνα όμως και με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ (2011) οι έλληνες εκπαιδευτικοί εξακολουθούν να αμείβονται αισθητά λιγότερο, ενώ εργάζονται το ίδιο και σε χειρότερες συνθήκες από όλους τους ευρωπαίους συναδέλφους τους. Η αδικία αυτή με το ενιαίο μισθολόγιο θα ενταθεί ακόμα περισσότερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο νεοδιόριστος εκπαιδευτικός των 660 ευρώ (με το αμετάθετο των τριών ετών στην επαρχία) αντί να αμείβεται θα πρέπει ουσιαστικά να «αυτο-χρηματοδοτεί» τη δουλειά του στο ελληνικό δημόσιο σχολείο.
Ο λόγος όμως που αναφερόμαστε στην εκπαιδευτική κοινότητα είναι ο εξής απλός: ακόμα και το επαρκέστερο νομοθετικό και μεταρρυθμιστικό εγχείρημα να παραχθεί, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει αν το «συλλογικό υποκείμενο» που θα κληθεί να το στηρίξει, να το υλοποιήσει και να το εφαρμόσει παραμένει «απόν». Και στην Ελλάδα η εκπαιδευτική κοινότητα εδώ και καιρό είναι προκλητικά αποκλεισμένη από τις αποφάσεις, από τον κοινωνικό διάλογο, από τη δημόσια διαβούλευση. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι παραμένει ψυχικά και συναισθηματικά απούσα από όλα όσα το υπουργείο Παιδείας επιχειρεί για λογαριασμό της έστω και με μια επίπλαστη διευρυμένη συναίνεση, την οποία επικαλείται στις δύσκολες στιγμές.
Το πολυνομοσχέδιο για την παιδεία, οι συγχωνεύσεις, ο νόμος για τα ΑΕΙ, το ενιαίο μισθολόγιο των εκπαιδευτικών κ.λπ. αποτελούν μεταρρυθμιστικά υβρίδια ενός μεταμοντέρνου νεο-συντηρητισμού που ενώ η ρητορική του πρεσβεύει το νεωτερισμό, τη δυτική ορθολογικότητα, την ευρωπαϊκή προοπτική, η ουσία του εδράζεται σε δοκιμασμένες και ιστορικά καταδικασμένες πολιτικές.
Σύμφωνα με τον πυρήνα των πολιτικών αυτών η εξουσία ασκείται είτε ως φεουδαρχικό προνόμιο ερήμην της κοινωνίας των πολιτών είτε ως σύνδρομο ενός «τεχνοκρατικού επαρχιωτισμού» που ευαγγελίζεται τη διοικητική αποτελεσματικότητα και την εισαγωγή καινοτομιών (ψηφιακό σχολείο, τηλεδιασκέψεις, εκλέκτορες από την αλλοδαπή, δίκτυα αριστείας κ.λ.π), την ίδια στιγμή που «γήινες» και αυτονόητες υποχρεώσεις δεν είναι σε θέση και στοιχειωδώς να υλοποιηθούν στην ώρα τους (εκπαιδευτικό προσωπικό, σχολικά βιβλία, σχολική στέγη, θέρμανση κ.λπ.). Ταυτόχρονα η πολιτική αυτή έχει αποτύχει να διαμορφώσει τα βασικά χαρακτηριστικά μιας ακέραιης εθνικής στρατηγικής για την παιδεία ενώ έρχεται σε ευθεία αντίθεση με κοινωνικά και συνταγματικά κεκτημένα τα οποία θυσιάζονται αβασάνιστα προκειμένου το θεσμικό πλαίσιο της εκπαίδευσης να ευθυγραμμιστεί με τις μνημονιακές επιταγές οι οποίες ούτε κοινωνικά ανεκτές είναι ούτε πρόκειται να ριζώσουν ποτέ στην ελληνική πραγματικότητα.
Τα αδιέξοδα, όμως, της δημόσιας εκπαίδευσης όσο και να προβάλλονται ως τεχνικά ζητήματα διαχειριστικής, δημοσιονομικής και λογιστικής φύσης ανακυκλώνονται εξαιτίας του κυρίαρχου πολιτικού προσανατολισμού. Και χωρίς ψευδαισθήσεις πρόκειται για την εφαρμογή ενός άτεγκτου και πνευματικά αφυδατωμένου νεοφιλελεύθερου μοντέλου το οποίο υιοθετεί τη σκληρή γραμμή της συρρίκνωσης του δημόσιου ρόλου της εκπαίδευσης και τη βαθμηδόν εκχώρηση σημαντικών λειτουργιών στην ιδιωτική σφαίρα.
Και στο σημείο αυτό οφείλουμε μια διευκρίνιση προκειμένου να αναδειχθεί ο νεο-συντηρητισμός του «νομιμοποιητικού υπόβαθρου» της εφαρμοζόμενης εκπαιδευτικής πολιτικής. Η από πλευράς υπουργείου, ιδεολογική προσφυγή στην καταπολέμηση της ασθένειας του κρατισμού, της γραφειοκρατίας και όλων των δεινών ενός κράτους μαμούθ, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την κατεδάφιση και την ισοπέδωση συλλογικών αγαθών τα οποία η κοινωνία εδραίωσε με αγώνες. Η επίκληση των μεμονωμένων φαινομένων αδιαφάνειας ή ακόμα και διαφθοράς σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει την καταστολή, την αντισυνταγματικότητα και τον θεσμικό αυταρχισμό.
Ο ανορθολογισμός σε επιμέρους ζητήματα διαχείρισης και διάθεσης πόρων δεν νομιμοποιεί την οικονομική ασφυξία και το μαρασμό των δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η αναδιάταξη και αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού είναι αδιανόητο να θεωρείται συνώνυμη της ανεργίας, της εφεδρείας και της καταρράκωσης ανθρώπινων προσωπικοτήτων, οικογενειών και κόπων μιας ζωής.
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα διαθέτει σημαντικό και υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό, όσο και αν θέλουν οι ιθύνοντες να το παραβλέπουν. Ποτέ άλλοτε δεν διέθεταν τα σχολεία και τα πανεπιστήμιά μας εκπαιδευτικούς και ερευνητές με τόσο υψηλά προσόντα, γνώσεις στις νέες τεχνολογίες, ξενόγλωσση παιδεία, ερευνητικό, συγγραφικό και παιδαγωγικό έργο. Χωρίς αμφιβολία η απαξίωση και η υποβάθμιση αυτού του τόσο νευραλγικού, για την ανάπτυξη της χώρας, έμψυχου δυναμικού θα στοιχίσει πανάκριβα στην ελληνική κοινωνία και στην εκπαίδευση των επόμενων γενειών.
Στην Ελλάδα όμως του μνημονίου όλα είναι δυνατά να συμβούν, αφού ανερυθρίαστα η ανεργία βαδίζει χέρι χέρι με τα πτυχία, η φτώχεια του λαού με την ευρωπαϊκή προοπτική, τα σχολεία χωρίς θέρμανση με την «επανάσταση του αυτονόητου», το ψηφιακό σχολείο με την αυξανόμενη σχολική διαρροή, οι διαδραστικοί πίνακες με τη σκόνη του μαυροπίνακα, οι πένητες δάσκαλοι με το «νέο σχολείο», η «δωρεάν παιδεία» με την παραπαιδεία των 4,5 δισ. ευρώ, η ακροδεξιά με τη σοσιαλδημοκρατία στη συγκυβέρνηση...
Το ελληνικό σχολείο του 21ου αιώνα όμως πρέπει να αλλάξει και όχι να παραμείνει φοβικό και καθηλωμένο. Να μην αμφιταλαντεύεται για το αν θα μιλήσει ανοιχτά και σε βάθος για τον Δαρβίνο και τις βιο-επιστήμες, για την ιστορία των κοινωνικών επαναστάσεων, για τις θρησκείες και τους πολιτισμούς των άλλων λαών, για τα κοινωνικά κινήματα στην Ευρώπη και τον κόσμο, για τη βία και τη φρίκη του φασισμού, για τις καλές τέχνες και την αισθητική, για την ανθρώπινη φύση και τον διαρκή αγώνα του είδους μας για απελευθέρωση από τη μισαλλοδοξία, την εκμετάλλευση και το σκοταδισμό των δογμάτων.
Το ιδεώδες της παιδείας όσο κι αν έχει πληγωθεί και ευτελιστεί από τα λόγια και τα έργα των πολιτικών δεν μπορεί παρά να αποτελεί το μέλλον και το όραμα του δοκιμαζόμενου λαού μας για ένα καλύτερο αύριο. Και μ' αυτή την κοινή μοίρα οφείλουμε όλοι να αναμετρηθούμε.
Νίκος Φωτόπουλος, εφ. Ελευθεροτυπία, 12/12/2011

Σχόλια