Κοινοτικούς πόρους 110 δισ. ευρώ (ξεπερνούν το μισό ΑΕΠ) πήρε η Ελλάδα από το 1988 έως και σήμερα στο πλαίσιο των προγραμμάτων στήριξης της ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση Πρόκειται για χρήματα που εισέρρευσαν στη χώρα τόσο από τα διαρθρωτικά προγράμματα στήριξης όσο και από την Κοινή Αγροτική Πολιτική, χωρίς ωστόσο να αξιοποιηθούν πλήρως και με τον κατάλληλο τρόπο για την ανάπτυξη της χώρας.
Αυτό είναι το κεντρικό συμπέρασμα της μελέτης του ΕΛΙΑΜΕΠ που συντάχθηκε με χρηματοδότηση της Τραπέζης της Ελλάδος και δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Μάλιστα η περίοδος 1990-1999 αποτέλεσε τη χρυσή δεκαετία της εισροής στην Ελλάδα κοινοτικού χρήματος - αντιστοιχούσε κατά μέσον όρο σε ετήσια βάση στο 4,2% του ΑΕΠ της χώρας.
Ενδεικτικό είναι ότι σε ένα μόνον έτος, το 2008, το ποσό των απολήψεων της χώρας μας από τον κοινοτικό προϋπολογισμό ξεπέρασε τα 8,5 δισ. ευρώ, ενώ οι κατά κεφαλήν απολήψεις της Ελλάδας υπήρξαν διαχρονικά σχεδόν οι υψηλότερες έναντι του συνόλου των κρατών-μελών της ΕΕ.
Πάντως, μετά τον πακτωλό των κοινοτικών πόρων έρχεται η περίοδος των ισχνών αγελάδων, όπου με βάση τους κοινοτικούς προγραμματισμούς στην εξαετία 2014-2020 η Ελλάδα προβλέπεται ότι θα πάρει 12-13 δισ. ευρώ έναντι 20,4 δισ. ευρώ που πήρε η χώρα την προηγούμενη εξαετία.
ΓΙΑ ΕΞΑΓΩΓΕΣ. Παρουσιάζοντας τη μελέτη ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος, αφού άσκησε κριτική στο μοντέλο διαχείρισης των κοινοτικών πόρων τα προηγούμενα χρόνια, επισήμανε μεταξύ άλλων την ανάγκη μετατόπισης πόρων από την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που προορίζονται αποκλειστικά για την εγχώρια αγορά στην παραγωγή ανταγωνιστικών, διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών.
Ο κ. Προβόπουλος ανέφερε ότι «ΕΣΠΑ και κοινοτικοί πόροι θα λειτουργούσαν πράγματι ως ισχυρά αναπτυξιακά εργαλεία, αν εντάσσονταν δημιουργικά σε αυτό το ευρύτερο σχέδιο. Μέχρι σήμερα οι κοινοτικοί πόροι είχαν μεν θετική συνεισφορά, πλην όμως η συγκεκριμένη κατανομή τους δεν απέτρεψε την αναπαραγωγή ενός στρεβλού προτύπου, το οποίο τελικά οδήγησε στην κρίση που βιώνουμε σήμερα. Στις νέες συνθήκες η χρήση των κοινοτικών πόρων πρέπει να ενταχθεί σε μια εθνική στρατηγική, που θα συμβαδίζει με τις προτεραιότητες της δημοσιονομικής προσαρμογής και των μεταρρυθμίσεων».
Από την πλευρά του ο πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ Λουκάς Τσούκαλης επισήμανε ότι, όπως προκύπτει από τη μελέτη, «οι πόροι αυτοί δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς. Παρά ταύτα οι πόροι αυτοί αναγνωρίζεται ότι συνέβαλαν θετικά στη δημιουργία εισοδημάτων στο σύνολο σχεδόν της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα στα εισοδήματα του αγροτικού πληθυσμού, κυρίως στις δεκαετίες του '80 και του '90».
Ωστόσο κατά τη διαδικασία αυτή προέκυψαν και εξακολουθούν να υφίστανται παθογένειες (προσχηματικές αποζημιώσεις, παραβάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας κ.λπ.), ενώ δεν καταρτίστηκε ποτέ ένα στρατηγικό σχέδιο το οποίο θα στόχευε στην ενίσχυση των δυνατών σημείων της ελληνικής γεωργίας.
Ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης μιλώντας στην εκδήλωση είπε, μεταξύ άλλων: «Η σημερινή κρίση συνδέεται και με την αδυναμία μας όλα αυτά τα χρόνια να αξιοποιήσουμε πλήρως τις δυνατότητες που μας προσέφερε η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση Είναι αλήθεια πως σε ό,τι αφορά τους κοινοτικούς πόρους συχνά κοιτούσαμε την πρόχειρη απορρόφηση και όχι την πραγματική αξιοποίηση. Κάθε φορά κάναμε έναν κλασικό, "ελληνικό αγώνα δρόμου" για να απορροφήσουμε όσο περισσότερα μπορούσαμε, όπως μπορούσαμε, την τελευταία στιγμή».
ΟΙ ΑΓΡΟΤΕΣ. Η μελέτη ασκεί ιδιαίτερη κριτική στον τρόπο που η Ελλάδα αξιοποίησε τα κονδύλια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) επισημαίνοντας: «Αν και οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ ενίσχυσαν σημαντικά το εισόδημα των αγροτών, η διάθεση των πόρων χαρακτηρίζεται από ανισοκατανομή των επιδοτήσεων και στρεβλώσεις στη διάρθρωση καλλιεργειών. Επίσης, αναπτύχθηκαν αγροτουριστικές δραστηριότητες αλλά με πολλά αρνητικά φαινόμενα». Η μελέτη επισημαίνει ότι παρατηρείται «πλήρης διαχρονική απουσία στρατηγικής και προγραμματισμού για την εφαρμογή πολιτικών που να αφορούν δυνατά σημεία και ευκαιρίες της ελληνικής γεωργίας».
Σχόλια