Το χρονικό του «Νέου Λυκείου»: Ρητές και υπόρρητες επιλογές επιστροφής στο παρελθόν
Ανάλυση του νέου νόμου, σχολιασμός και αντιπροτάσεις για ένα Λύκειο με πνεύμα διαφορετικό από εκείνο που προκάλεσε την υποβάθμιση της εκπαίδευσης την τελευταία εικοσαετία
Το βάρος της ιστορικότηταςΤο ζήτημα της λειτουργίας του Λυκείου και της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί σημαντική παράμετρο της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα γιατί επηρεάζει άμεσα τόσο την εκπαιδευτική διαδικασία όσο και την ευρύτερη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας. Η δομή και το περιεχόμενο της λυκειακής βαθμίδας καθώς και η επιλογή ή αλλαγή του τρόπου πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση συνδέεται άμεσα με συγκεκριμένες ιδεολογικές θέσεις για τον ρόλο της εκπαίδευσης ως υποσυστήματος του ευρύτερου κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Η διαδικασία αυτή αντιμετωπίστηκε ιστορικά λιγότερο ως παιδαγωγικό ζήτημα που θα αποτύπωνε την ποιότητα της λειτουργίας των χαμηλότερων βαθμίδων της εκπαίδευσης και περισσότερο ως κοινωνικοπολιτικό ζήτημα με την επιλεκτική λειτουργία των εξετάσεων (numerus clausus) να ανάγεται σε κυρίαρχο στοιχείο συνοδευόμενο από τις αρχές νομιμοποίησής του («ισότητα ευκαιριών», «αξιοκρατία»).
Η πραγματικότητα αυτή συνδέθηκε από τη μια πλευρά με την ανάγκη των ατόμων για επαγγελματική και κατ’ επέκταση κοινωνική άνοδο η οποία ήταν δυνατό να επιτευχθεί μέσω της εισαγωγής και ολοκλήρωσης των σπουδών στην ανώτατη εκπαίδευση. Από την άλλη ενισχυόταν και από την κυρίαρχη πολιτική θέση (που διατυπώθηκε ρητά στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 19641) ότι το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού αλλά και το ερευνητικό έργο στην ανώτατη εκπαίδευση θα αποτελούσαν σημαντικούς μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Σε αυτή την ιστορική πορεία ακολουθήθηκαν, όπως σε πολλά εκπαιδευτικά συστήματα, δύο δρόμοι. Μέχρι τη δεκαετία του ’70 υπήρχαν συνεχείς ενδιάμεσες και εσωτερικές εξεταστικές διαδικασίες (προαγωγικές, απολυτήριες, μεταξύ Δημοτικού και Γυμνασίου κτλ.) που σε συνδυασμό με τις εξετάσεις εισαγωγής στα Α.Ε.Ι. λειτουργούσαν ως «φίλτρα» περιορισμού του αριθμού αποφοίτων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’90 (με την παράλληλη αύξηση των τμημάτων και σχολών στα Α.Ε.Ι.) τα «φίλτρα» αυτά σταδιακά αφαιρούνται οπότε επιλέγεται ο δρόμος της αναγόρευσης των τελικών εξετάσεων για τα Α.Ε.Ι. στο κύριο πεδίο επιλογής, όχι μόνο των μελλοντικών φοιτητών αλλά και των κατόχων απολυτηρίου της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Την ίδια περίοδο το παράλληλο εκπαιδευτικό δίκτυο της τεχνικής εκπαίδευσης ουσιαστικά περιθωριοποιείται, αφού τόσο το μαθητικό δυναμικό εγκλωβίζεται στον «μονόδρομο» των εξετάσεων για τα Α.Ε.Ι. μέσω των Γενικών Λυκείων όσο και οι κυβερνητικές επιλογές λειτουργούν υπονομευτικά, για οικονομικούς και ιδεολογικούς λόγους, σε κάθε προσπάθεια αναβάθμισης της τεχνικής εκπαίδευσης (χαρακτηριστικό, το παράδειγμα του Πολυκλαδικού Λυκείου).
Η μυθοποίηση του «εθνικού διαλόγου»
Η πενταετία 2008-12 θα αποτελέσει την πιο μακρά περίοδο «διαλόγου» για το θέμα του Λυκείου και της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση. Ενώ τα ερευνητικά δεδομένα και οι επιστημονικές μελέτες για τα ζητήματα αυτά είναι πολλές και πολύ ουσιαστικές, οι πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν («αξιοποιώντας» τον τρόπο συγκρότησής του) το Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας (Σ.Π.ΔΕ.) του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π.), όχι ως επιστημονικό φορέα σύνθεσης μιας συγκροτημένης πρότασης για τη συνολική αναβάθμιση του Λυκείου αλλά ως μηχανισμό νομιμοποίησης ειλημμένων αποφάσεων.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της θητείας του Α. Σπηλιωτόπουλου «επιτυγχάνεται» μια τεχνητή πολιτική συναίνεση για τα θέματα του Λυκείου και της πρόσβασης στα Α.Ε.Ι. (με τη συμβολή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. διά της εκπροσώπου του Α. Διαμαντοπούλου και του ΛΑΟ.Σ. διά του εκπροσώπου του Α. Γεωργιάδη) η οποία, χωρίς εξήγηση, δεν μετουσιώνεται σε νομοθετική πρόταση για την εφαρμογή της. Το Σ.Π.ΔΕ. υποβάλλει τις προτάσεις του στη νέα πολιτική ηγεσία που ανέλαβε μετά τις βουλευτικές εκλογές. Οι προτάσεις αυτές στο α΄ μέρος αναφέρονται πολύ γενικά σε χαρακτηριστικά των αναλυτικών προγραμμάτων, του διδακτικού υλικού, της επιμόρφωσης κτλ., τα οποία επαναλαμβάνουν παιδαγωγικές κοινοτοπίες και αυτονόητα με τα οποία ο καθένας θα μπορούσε να συμφωνήσει. Στο β΄ μέρος των προτάσεων για το σύστημα πρόσβασης επαναβεβαιώνονται γνωστές θέσεις: ανάγκη αποδέσμευσης του Λυκείου από τις εισαγωγικές εξετάσεις για τα πανεπιστήμια, δραστικός περιορισμός της διδασκόμενης και εξεταζόμενης ύλης στο Λύκειο, περιορισμός του αριθμού των εξεταζόμενων μαθημάτων για την εισαγωγή στα Α.Ε.Ι. κ.ά. χωρίς να υπάρχει συγκροτημένη και αναλυτική πρόταση για το ζήτημα αυτό. Σε αυτές τις προτάσεις εμφανίζεται για πρώτη φορά η θέση για «ειδικό κρατικό εξεταστικό φορέα (“Εθνικό Κέντρο Αξιολόγησης”), που θα συγκροτήσει Τράπεζα Θεμάτων, συνεχώς τροφοδοτούμενη και ανανεούμενη». Την πρόταση αυτή (αποτελεί ιδέα του τότε προέδρου του Σ.Π.ΔΕ. Γ. Μπαμπινιώτη) κανένας εκπαιδευτικός φορέας δεν την είχε υποβάλει, ενώ το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στη γραπτή τοποθέτησή του δηλώνει την αντίθεσή του εμμένοντας στη θέση ότι «οι εξετάσεις διεξάγονται κεντρικά και με διαδικασίες αντίστοιχες των σημερινών ώστε να διασφαλίζεται το αδιάβλητο».
Η επόμενη υπουργός (Α. Διαμαντοπούλου) θα αποστασιοποιηθεί από τις προτάσεις αυτές και από το Σ.Π.ΔΕ. και θα συγκροτήσει ειδική ομάδα εργασίας στο Υπουργείο Παιδείας η οποία παράλληλα με τη λειτουργία ομάδων για τα αναλυτικά προγράμματα θα διαμορφώσει μια εντελώς διαφορετική πρόταση επηρεασμένη μεταξύ άλλων και από το πρόγραμμα του International Baccalaureate (IB). Η διαφορετική αυτή πρόταση2 υπονομεύτηκε «εκ των έσω» από το Υπουργείο Παιδείας μέσω της διαρροής στον Τύπο και της πρόκλησης ποικίλων αντιδράσεων από εκπαιδευτικές συντεχνίες, τα μαθήματα ή ο ρόλος των οποίων περιορίζονταν αισθητά. Η τότε υπουργός παρά τη δημόσια δέσμευσή της [σε εκδήλωση-παρουσίαση του ειδικού τόμου της Π.Ο.Σ.Δ.Ε.Π. για το Λύκειο και το σύστημα πρόσβασης (2010)] σε σύντομο χρονικό διάστημα «εξαφανίζει» τις προτάσεις αυτές και παρουσιάζει, μετά από σιωπή μηνών, νέες προτάσεις που ουσιαστικά παραπέμπουν στις παλιότερες προτάσεις του Σ.Π.ΔΕ. (με την προσθήκη της αναλυτικής πρότασης για το Τεχνολογικό Λύκειο) επαναφέροντας τις διακηρύξεις για πολιτική συναίνεση. Εισάγει τις προτάσεις αυτές (2011) για συζήτηση στο Σ.Π.ΔΕ. (με νέα σύνθεση), οι οποίες δέχονται αυστηρή κριτική από τους εκπαιδευτικούς φορείς, εκτός από τις βασικές πλευρές για το Τεχνολογικό Λύκειο. Τους επόμενους μήνες η υπουργός δεν αναλαμβάνει καμία νομοθετική πρωτοβουλία, παρότι έχει έτοιμο το σχετικό νομοσχέδιο, για το ζήτημα του Λυκείου και της πρόσβασης, το αφήνει στα χέρια του επόμενου υπουργού Παιδείας της κυβέρνησης Παπαδήμου (είναι ο Γ. Μπαμπινιώτης, πρώην πρόεδρος του Σ.Π.ΔΕ.), ο οποίος θα συνεχίσει τη λογική της «πολιτικής συναίνεσης» συνδέοντας περισσότερο το υπό διαμόρφωση νομοσχέδιο με τις παλιότερες προτάσεις του Σ.Π.ΔΕ. (2008).
Η πολιτική επιλογή της Νέας Δημοκρατίας να μην κατατεθεί τότε οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση για το ζήτημα παραπέμπει την κατάθεση του νομοσχεδίου στο αόριστο μέλλον. Επί έναν και πλέον χρόνο η τωρινή πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ανακοίνωνε σε τακτά διαστήματα ότι κατατίθεται το σχετικό νομοσχέδιο, χωρίς να τηρούνται. οι χρονικές προθεσμίες. Ξαφνικά εμφανίζεται στις αρχές Αυγούστου ένα νομοθετικό κατασκεύασμα που αποτελεί μια απόπειρα «τεχνητής συγκόλλησης» ετερόκλητων προτάσεων και δεν είναι αποτέλεσμα ενός επιστημονικά τεκμηριωμένου σχεδιασμού για τη συνολική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος. Ο χρόνος που δόθηκε για δημόσια διαβούλευση ήταν ελάχιστος (περίπου δέκα μέρες, 10 έως 21 Αυγούστου!), οι αλλαγές στο σχετικό νομοσχέδιο ελάχιστες και οδεύει ολοταχώς προς ψήφιση με τη διαδικασία του κατεπείγοντος!
Εύλογα αναρωτιέται κάθε καλόπιστος αναγνώστης: Γιατί αυτή η ανεξήγητη βιασύνη για άμεση εφαρμογή των αλλαγών στο Γενικό και Τεχνολογικό Λύκειο και πώς συνδέεται αυτή τόσο με ιδεολογικές επιλογές όσο και με τη συγκεκριμένη πολιτική και οικονομική συγκυρία; Αξίζει μια πρώτη απόπειρα ερμηνείας.
Σκοπιμότητες και στοχεύσεις στον νέο νόμο για το Λύκειο
Η πρώτη και βασική διαπίστωση είναι ότι με τον νέο νόμο για το Λύκειο και το σύστημα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση επιχειρείται μια σταδιακή επιστροφή στην τοποθέτηση «φίλτρων» στην πορεία προς την ολοκλήρωση των σπουδών στο Λύκειο.
Το πρώτο «φίλτρο» είναι η μεταφορά των εξεταστικών διαδικασιών σε όλες τις τάξεις του Λυκείου μέσω της έξωθεν (κατά 50% αρχικά αλλά με προοπτική, σίγουρα, αυξητική) παρέμβασης ενός Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων. Μάλιστα αυτός αναμένεται να λειτουργήσει ως μηχανισμός «αυστηροποίησης» του Λυκείου αφού στελεχώνεται αποκλειστικά με πρόσωπα που διορίζονται από την πολιτική ηγεσία χωρίς διαφάνεια και με εντελώς ασαφή και απροσδιόριστα κριτήρια.
Το δεύτερο φίλτρο συνδέεται με την επαναφορά ουσιαστικά της βάσης του 10 σε όλο το Λύκειο καθώς και του φαινομένου των μετεξεταστέων καθώς ορίζεται στον νόμο ότι «Απαραίτητη προϋπόθεση για την προαγωγή του μαθητή αποτελεί: α) η επίτευξη γενικού βαθμού ίσου ή ανώτερου του δέκα (10) και β) Μ.Ο. προφορικής και γραπτής βαθμολογίας κατά διακριτό γνωστικό αντικείμενο των μαθημάτων: Ελληνικής γλώσσας (εννοούνται ουσιαστικά τρία μαθήματα: Αρχαία Ελληνικά, Νεοελληνική Γλώσσα και Νεοελληνική Λογοτεχνία), Μαθηματικών τουλάχιστον δέκα (10) και τουλάχιστον οκτώ (08) σε καθένα από τα υπόλοιπα μαθήματα. Όταν μαθητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις α΄ και β΄ του προηγούμενου εδαφίου επαναλαμβάνει τη φοίτηση, ενώ όταν δεν πληροί την προϋπόθεση β΄ του προηγούμενου εδαφίου, κατά διακριτό ή διακριτά γνωστικά αντικείμενα μαθημάτων ή στα υπόλοιπα μαθήματα, παραπέμπεται σε επανεξέταση σε αυτό ή σε αυτά και προάγεται ή επαναλαμβάνει τη φοίτηση κατά τα οριζόμενα ως άνω». Κανείς δεν θα είχε αντίρρηση να ισχύσουν οι παραπάνω προϋποθέσεις αν μεταβαλλόταν ή υπολογιζόταν και το εκπαιδευτικό ή και το κοινωνικό πλαίσιο το οποίο δημιουργεί τους μαθητές με χαμηλές επιδόσεις. Κάτι τέτοιο ούτε καν υπάρχει ως νύξη στον νέο νόμο, οπότε είναι εμφανής η πρώτη στόχευση: άμεση και μεγάλη μείωση του αριθμού των μαθητών που προάγονται και αποφοιτούν από το Λύκειο.
Η παραπάνω στόχευση σχετίζεται άμεσα με τη συγκεκριμένη πολιτική και οικονομική συγκυρία αφού επιφέρει μια σειρά από «αξιοποιήσιμα» αποτελέσματα:
Πρώτον, η μείωση του μαθητικού δυναμικού του Λυκείου σε συνδυασμό με την πρώτη αύξηση (αναμένεται και δεύτερη) του ωραρίου διδασκαλίας αλλά και τη μείωση ή εξαφάνιση μαθημάτων (όπως οι ξένες γλώσσες και η τέχνη) οδηγεί σε δραστική μείωση των οργανικών θέσεων των εκπαιδευτικών, γεγονός που τους εξωθεί αναπόφευκτα εκτός σχολείου. Άρα επιτυγχάνεται ο στόχος που έχει θέσει η Τask Force για τη δραστική μείωση του εκπαιδευτικού προσωπικού, ενώ η πρόσληψη νέου και με αυξημένα προσόντα επιστημονικού δυναμικού-αποφοίτων των πανεπιστημίων θα είναι αδύνατη για πολλά χρόνια.
Δεύτερον, η μείωση του μαθητικού δυναμικού στο Λύκειο θα συμβάλει στην επιδιωκόμενη μείωση των υποψηφίων για τα Α.Ε.Ι., γεγονός το οποίο θα προκαλέσει de facto τη συρρίκνωση σχολών και τμημάτων κυρίως των περιφερειακών πανεπιστημίων ελλείψει επιτυχόντων, καθιστώντας ένα νέο σχέδιο «Αθηνά» εντελώς περιττό!
Τρίτον, η αύξηση του αριθμού των μαθητών που δεν θα ολοκληρώνει το Λύκειο δημιουργεί μια «νέα αγορά» για τα ποικίλα επιχειρηματικά συμφέροντα (ιδιωτικά Ι.Ε.Κ., Κολέγια κτλ.) τα οποία με τις ευλογίες τις πολιτικής ηγεσίας έχουν «νεκραναστηθεί» και διαφημίζουν ήδη από φέτος την πραμάτεια τους!
Η δεύτερη και εξίσου σημαντική διάσταση του νέου νόμου είναι η έμφαση στην τεχνική εκπαίδευση, η οποία είναι εμφανής ακόμα και στα άρθρα που αναφέρονται σε αυτή. Γίνεται αναλυτική αναφορά σε Τεχνολογικό Λύκειο και σε Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης καθώς και σε Ι.Ε.Κ. Οι αλλαγές που προτείνονται συνδέονται με μια εμφανή επανάληψη της ρητορικής (μόνιμα επαναλαμβανόμενη από τη μεταρρύθμιση του 1976 έως τη μεταρρύθμιση Αρσένη) για τη σημασία της τεχνικής εκπαίδευσης στην εξέλιξη της κοινωνίας και της οικονομίας! Αυτή η ρητορική κρύβει έντεχνα την απόπειρα ένα μεγάλο μέρος των μαθητών να στραφεί στην τεχνική εκπαίδευση χωρίς να μεταβάλλονται οι όροι, τα μέσα και οι συνθήκες παροχής της. Το μόνο που μεταβάλλεται είναι η επιδίωξη βίαιης σύνδεσης της τεχνικής εκπαίδευσης με την αγορά μέσω της περιβόητης Μαθητείας, η οποία όμως, με τον έλεγχο του πολύπαθου και εκπαιδευτικά προβληματικού Ο.Α.Ε.Δ., κινδυνεύει να μετατραπεί σε μηχανισμό διοχέτευσης «εργαζομένων» μηδαμινού κόστους σε επιχειρήσεις οι οποίες θα αποφεύγουν πλέον τις ουσιαστικές προσλήψεις.
Ενδεικτικό πλαίσιο προτάσεων για ένα διαφορετικό Λύκειο
Αρχικά αξίζει να τονιστεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε αλλαγή στο Λύκειο και στο εξεταστικό-σύστημα πρόσβασης χωρίς να προταθεί ριζική αλλαγή του «σκληρού πυρήνα» της υπαρκτής-παρεχόμενης σχολικής γνώσης. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, αλλαγές:
- στα ωρολόγια προγράμματα των σχολείων με κύρια κατεύθυνση την παρουσίαση μιας άλλης αντίληψης για την κατανομή και αξιοποίηση του σχολικού χρόνου και την οργάνωση της σχολικής τάξης ώστε να μη μεταφέρεται η σχολική εργασία εκτός σχολείου. Αυτό σημαίνει ολοήμερο συνεργατικό, δημιουργικό σχολείο και στην εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση και στο Λύκειο,
- στα αναλυτικά προγράμματα ώστε αυτά να είναι «ανοιχτά» και να επιτρέπουν τη δημιουργική παρέμβαση της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού. Είναι φυσικό να μην ακούγεται τίποτα από το υπουργείο για αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων, γιατί τότε θα πρέπει να διευκρινιστεί προς ποια κατεύθυνση θα είναι η αλλαγή αυτή, σε ποια μορφή σχολείου στοχεύει και ποιον τύπο πολίτη επιδιώκει να δια-παιδαγωγήσει,
- στο διδακτικό υλικό το οποίο θα έχει ως κατευθυντήριους άξονες τα αναλυτικά προγράμματα, αλλά θα επιλέγεται και θα διαμορφώνεται ελεύθερα από τον εκπαιδευτικό και τη σχολική μονάδα. Ούτε κουβέντα όμως δεν κάνει το υπουργείο για αλλαγή του υπάρχοντος παρωχημένου διδακτικού υλικού του «Νέου» Λυκείου!
- στους τρόπους αξιολόγησης του μαθητή και σε επίπεδο σχολείου και σε επίπεδο γενικών εξετάσεων ώστε να απεγκλωβιστούμε από την παθητική απομνημόνευση της σχολικής ύλης-των βιβλίων μέσω γραπτών και μόνο εξετάσεων,
- στη συνεχή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών κυρίως με ενδοσχολική κατεύθυνση στο πλαίσιο της ίδιας της σχολικής μονάδας αλλά και με τη σύνδεση της επιμόρφωσης αυτής με τα πανεπιστήμια μέσω προγραμμάτων μεγαλύτερης διάρκειας,
- σε μια διαδικασία διαρκούς αξιολόγησης και αυτοαξιολόγησης του εκπαιδευτικού συστήματος, της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού έργου με κύριο προσανατολισμό την ανατροφοδότηση και αυτοβελτίωση χωρίς να υποκρύπτονται λογικές διαθεσιμότητας-απόλυσης του εκπαιδευτικού προσωπικού. Κάτι τέτοιο συμβαίνει με το προεδρικό διάταγμα για την αξιολόγηση που παραμένει επί μήνες στο Συμβούλιο Επικρατείας επειδή εμπεριέχει διατάξεις που εγείρουν ζητήματα συνταγματικότητας, ενώ κανένας από τους ορισθέντες για τη σύνταξή του επιστήμονες δεν αποδέχεται την πατρότητα του έργου αυτού.
Αν αναζητήσει κανείς στον νόμο για το Νέο Λύκειο σχετικές ή ανάλογες αναφορές ή σκέψεις για βασικές αλλαγές στην παρεχόμενη γνώση, δεν θα βρει. Εξάλλου πρόκειται για ένα θεσμικό μόρφωμα φτιαγμένο με τα ίδια υλικά, από τους ίδιους ανθρώπους (πολιτικό προσωπικό και «οργανικούς διανοούμενους») που προκάλεσαν και διαχειρίστηκαν την υποβάθμιση του Λυκείου και της εκπαίδευσης την τελευταία εικοσαετία. Αυτό επιδιώκουν και με τις τωρινές νομοθετικές ρυθμίσεις. Τη δική τους πολιτική και προσωπική επιβίωση! Δυστυχώς γι’ αυτούς, οι καιροί και η κοινωνία έχουν αλλάξει. Η αποτυχία τους είναι δεδομένη και το τέλος της εποχής αυτής αναπόφευκτο!
Κώστας Αγγελάκος, http://www.chronosmag.eu, 5/9/2013
Σχόλια