Γάλος, γαλόπουλο, γαλί, γαλιά, διάνος, ινδιάνος, ινδόρνις, κούρκος, γαλοπούλα
Είδα για πρώτη φορά γαλοπούλα σε ένα εικονογραφημένο βιβλίο που μου χάρισαν, όταν πήγαινα στο Δημοτικό. Ήταν ένα επιχρωματισμένο σχέδιο και έδειχνε ένα παράξενο πτηνό, κάτι μεταξύ κότας και νάνου στρουθοκάμηλου, με γυμνό λαιμό, ωραίο κόκκινο λειρί, και βλέμμα γεμάτο περιέργεια. «Καίτοι κατάγεται από την Κεντρική Αμερική (έλεγε η σχετική λεζάντα), ονομάζεται ινδιάνος και όχι αμερικάνος, γιατί ο Κολόμβος ονόμασε τότε τον τόπο Δυτικές Ινδίες».
Αργότερα άρχισα να τις χαζεύω τις γαλοπούλες όπου τις συναντούσα (σε αυλές, κήπους, στον δρόμο, σπάνια σε χωράφια), στην αρχή τις κορόιδευα, θεωρώντας τες κι εγώ ηλίθια πουλιά ―πλην σιγά σιγά διαπίστωνα στο βλέμμα τους όχι απλώς μια περιέργεια, αλλά και κάποια προσδοκία: απαντούσαν πάντα στο σφύριγμά μου και έτρεχαν προς το μέρος μου, ξεφωνίζοντας χαρούμενα.
Όταν κάποια Χριστούγεννα πρωτοδοκίμασα το κρέας τους, διαπίστωσα ότι (καλώς εχόντων των πραγμάτων) απλώς δεν τρώγεται ―εξαιρέσει, ίσως, σπανίων και εκτάκτων περιπτώσεων, όπως επί λιμού, επί πολιορκίας, Κατοχής, από ναυαγούς σε ξερονήσια, από επιζήσαντες και μη ανευρισκομένους αεροπορικής τραγωδίας κ.ά.
Επέπρωτο, όμως, τα άπραγα και αθώα αυτά πτηνά να εμπλακούν (από τον άνθρωπο) στη μεγάλη ετήσια εορτή των Χριστουγέννων (αλλά και σε άλλες), οπότε, μαζί με τα έλατα, θεωρήθηκαν απαραίτητο συμπλήρωμα, για να μην πω προϋπόθεση, τόσο της (περίπου διατεταγμένης) παγκοσμίου και ομαδικής ευτυχίας κατά τις άγιες ημέρες, όσο και -κυρίως- της οικουμενικής θρησκευτικής εξάρσεως, η οποία δέον να τις ακολουθεί, μέσα σε έναν ορυμαγδό καταναλωτικής παραφροσύνης.
Έτσι οι άτυχες γαλοπούλες σφαγιάζονται πλέον ανηλεώς, κατά εκατομμύρια (μία, ή δύο διασώζονται κατά την Ημέρα των Ευχαριστιών στις ΗΠΑ, όπου ο εκάστοτε Πρόεδρος τους απονέμει χάρη (!), επιλέγοντάς τες με άγνωστα κριτήρια), οι σχετικές βιομηχανίες μας τις προσφέρουν σε ελκυστικές συσκευασίες (μερικές και με θερμόμετρο στον κώλο, για τον έλεγχο της καλής εψήσεως) ―στο εορταστικό, πάντως, τραπέζι τα κουφάρια τους παραμένουν συνήθως αφάγωτα, υπό τα αμήχανα βλέμματα οικοδεσποτών και προσκεκλημένων.
Τα περίεργα αυτά πτηνά μου δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται σε κάποιο εξελικτικό μεταίχμιο. Δεν είναι άγρια, αλλά δεν έχουν καταστεί και τόσο οικόσιτα, όπως τα υπόλοιπα πουλερικά, αν και αρκετοί τα καταφέρνουν και δημιουργούν μια προσωπική οικειότητα μαζί τους.
Η λογοτεχνία τα έχει αγνοήσει, μάλλον, αυτά τα πουλιά ―ή τουλάχιστον, έτσι νομίζω. Θυμάμαι μόνον ένα διήγημα του Πυργιώτη ποιητή και πεζογράφου Τάκη Δόξα (1913-1976) με τίτλο «Γαλιά στον Κάμπο», όπου περιγράφεται η εξόντωση ενός κοπαδιού γαλόπουλων από γερμανική φάλαγγα οχημάτων, κατά την (τότε...) γερμανική Κατοχή. Δημοσιεύτηκε στη συλλογή Πικρή Εποχή (1950) με ξυλογραφίες σε πλάγιο ξύλο από τον φοιτητή (και μετέπειτα καθηγητή, χαράκτη και ζωγράφο) Θανάση Εξαρχόπουλο, και αποτελεί έκδοση-κόσμημα της εφημερίδας «Αυγή» Πύργου.
Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, εφ. Το Βήμα, 22/12/2013
Σχόλια